- μακρογραφία
- ητεχνολ. η εξέταση τής δομής τών μετάλλων και τών κραμάτων με γυμνό οφθαλμό, ή με μεγεθυντικό φακό, χωρίς τη χρήση μικροσκοπίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. macrography < macro- (< μακρ[ο]-*) + graphy (< -γραφία < -γραφος < γράφω). Η λ., στον πληθ. μακρογραφίαι, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη].
Dictionary of Greek. 2013.